- κωρύκου
- Κώρυκοςspying outmasc gen sgκώρυκοςleathern sackmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κωρύκου — Κώρυκος spying out masc/neut gen sg Κώρυκος spying out masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CORYCUS — I. CORYCUS Graece Κώρυκος, unum ex quatuor pilae apud Graecos generibus, quod quid esset, et quomodo is ludus perageretut, clarissime expressit Antyllus apud Oribasium, Corycus, inquiens, in corporibus imbexillioribus granô siculneô, aut farinâ,… … Hofmann J. Lexicon universale
κωρυκαίος — κωρυκαῑος, ὁ (Α) [Κώρυκος] ως κύριο όν. ὁ Κωρυκαῑος 1. ο κάτοικος τού Κωρύκου 2. κατάσκοπος … Dictionary of Greek
ληστήριον — λῃστήριον, δωρ. τ. λᾳστήριον, τὸ (Α) 1. συμμορία ληστών («ὁ Φοιβίδας ἐκπέμπων μὲν ληστήρια ἔφερε καὶ ἦγε τοὺς Θηβαίους», Ξεν.) 2. καταφύγιο, φωλιά ληστών («φασὶ δὲ τὸν παράπλουν τοῡ Κωρύκου πάντα λῃστήριον ὑπάρξαι τῶν Κωρυκαίων», Στράβ.) 3. στον… … Dictionary of Greek